- ελεφαντουργός
- ο (ΑΜ ἐλεφαντουργός, -όν)το αρσ. ως ουσ. τεχνίτης που κατεργάζεται το ελεφαντόδοντοαρχ.(για εργαλείο) αυτός που χρησιμοποιείται για κατεργασία τού ελεφαντόδοντος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐλεφαντουργός — working in ivory masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελεφαντουργός — ο ο ειδικός τεχνίτης της κατεργασίας του ελεφαντόδοντου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐλεφαντουργοί — ἐλεφαντουργός working in ivory masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεφαντουργά — ἐλεφαντουργός working in ivory neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεφαντουργῶν — ἐλεφαντουργός working in ivory masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
ελέφαντας — (elephas). Θηλαστικό της οικογένειας των ελεφαντιδών, της τάξης των προβοσκιδοειδών, η οποία περιλαμβάνει τα μεγαλύτερα χερσαία ζώα που επιζούν μέχρι σήμερα. Εκτός από τις σημαντικές του διαστάσεις, ο ε. χαρακτηρίζεται και από την παρουσία της… … Dictionary of Greek